- πνεύμασι
- πνεύ̱μασι , πνεῦμαblastneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεσ(σ)ίμαινα — ἀεσ(σ)ίμαινα, η (Α) κατά τον Ησύχιο, «ἡ τοῖς πνεύμασι τῶν ἀνέμων μαινόμενη θαλάσσης δὲ τὸ ἐπίθετον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα < ἀεσ(σ)ι (ἄημι / *ἄω «φυσώ, πνέω», θ. αFε) + μαινα (< ἐμάνην, μαίνομαι)] … Dictionary of Greek
προταράσσω — και αττ. τ. προταράττω Α προκαλώ ταραχή εκ τών προτέρων (α. «ἡ γαστὴρ προεταράχθη», Ιπποκρ. β. «κρυστάλλοις προταρασσόμενον καὶ πνεύμασι καὶ νιφετοῑς», Θεμίστ.) … Dictionary of Greek
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
φύκος — το / φῡκος, ύκους και ύκεος, ΝΜΑ, και φούκος, ο, Ν συν. στον πληθ. τα φύκη βοτ. πολυποίκιλη ομάδα αυτότροφων οργανισμών, χωρίς αγωγό ιστό, στην οποία ανήκουν κατά κύριο λόγο υδρόβια φυτά που χαρακτηρίζονται από σχετικά μικρή διαφοροποίηση τών… … Dictionary of Greek